επιταυτού

επιταυτού
(Μ ἐπιταυτοῡ)
επίρρ.) επίτηδες, γι’ αυτόν τον σκοπό («ιδού μια προσωπίδα φιλελευθερίας που για τον άρχοντα έχω επιταυτού», Λασκαράτος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί το αυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιταυτού — επίρρ. τροπ., επίτηδες, γι αυτό το σκοπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”